χερνής

χερνής
-ῆτος, και χέρνης, -ητος, και δωρ. τ. χερνάς, -ᾱτος, ό, και τ. θηλ. χερνῆτις, -ήτιδος, και χερνῆσσα, -ήσσης, Α
1. αυτός που ζει από την εργασία τών χεριών του, χειρώνακτας, φτωχός (α. «γυνὴ χερνῆτις ἀληθής», Ομ. Ιλ.
β. «οἱ χερνῆτες
οὗτοι δ' εἰσίν, ὥσπερ σημαίνει καὶ τοὔνομ' αὐτούς, οἱ ζῶντες ἀπὸ τῶν χειρῶν», Αριστοτ.)
2. ως επίθ. φτωχικός, στερημένος (α. «ἐν χερνῆσι δόμοις», Ευρ.
β. «χερνῆτα βίον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει ως α΄ συνθετικό τη λ. χείρ (για τη μορφή χερ- τού θ. βλ. λ. χειρ και χέρνιψ), παραμένει, όμως, δυσερμήνευτη ως προς το β' συνθετικό. Κατά μία άποψη, το β' συνθετικό τής λ. ανάγεται στο ρ. νέω* (ΙΙ) «γνέθω» (πρβλ. νῆ-μα, νή-θω), άποψη η οποία στηρίζεται στη χρήση τού θηλ. χερνῆτις στον στ. Μ 433 τής Ιλιάδας για μια γυναίκα που γνέθει. Στη συνέχεια η σημ. τής λ. γενικεύθηκε σε «αυτός που δουλεύει με τα χέρια» και κατ' επέκταση «εγδεής, φτωχός». Ωστόσο, σημασιολογικά προβλήματα γεννά η παρουσία τής λ. χείρ στον τ., η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί πλεοναστική και περιττή σε μια λ. που αναφέρεται σε εργασία, όπως είναι το γνέσιμο, όπου η χρήση τών χεριών θεωρείται αυτονόητη. Κατ' άλλη άποψη, η οποία είναι πιθανή από σημασιολογική πλευρά, αλλά προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, η λ. χερνής έχει προέλθει με απλολογία από έναν τ. *χερ-αρν-ητ-, όπου το β' συνθετικό ανάγεται στο ρ. ἄρνυμαι «προσπαθώ να εξασφαλίσω, αποκτώ, κερδίζω» (πρβλ. μισθ-αρνῶ). Τέλος, οι αρχαίοι γραμματικοί, προκειμένου να ερμηνεύσουν τη λ. χερνής, υπέθεταν την ύπαρξη ενός κύριου τ. χέρνα με σημ. «πενία». Ο τ. χερνάς αναφέρεται ως δωρ. τ., η ύπαρξη του, όμως, δεν θεωρείται πιθανή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χερνής — poor masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερνῆσι — χερνής poor masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερνῆτα — χερνής poor masc acc sg χερνήτης masc voc sg χερνήτης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερνῆτες — χερνής poor masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερνῆτος — χερνής poor masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερνήτης — ὁ, Α 1. χερνής* (α. «Ὀδυσσεὺς χερνήτου λαβὼν σχῆμα», Σέξτ. Εμπ. β. «τῶν γέννα μεγαλυνομένων ὄντα χερνήταν ἐραστεῡσαι γάμων», Αισχύλ.) 2. (κατά τον Ευστ.) «χερνήτης, λάτρις, χειροτέχνης, ἀπὸ χειρὸς ζῶν. Και πάλιν χερνήτης, πένης, χειρόβιος».… …   Dictionary of Greek

  • χερνήτωρ — ορος, ὁ, Α χερνής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. χερνής / χερνήτης, με κατάλ. τωρ] …   Dictionary of Greek

  • χέρνα — και χέρνη, ἡ, Α πενία, φτώχεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. επινοημένος από τους γραμματικούς για να διευκολυνθεί η ετυμολόγηση τής λ. χερνής*] …   Dictionary of Greek

  • χερνάς — ᾱτος, ὁ, Α βλ. χερνής …   Dictionary of Greek

  • χερνήσσα — ἡ, Α βλ. χερνής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”